καταστορεννυμι

καταστορεννυμι
    καταστορέννυμι
    κατα-στορέννῡμι
    (fut. καταστορέσω) и эп. *καταστόρνῡμι (part. praes. f καστορνῦσα)
    1) устилать, покрывать
    

(κάπετον Ἕχτορος λάεσσι Hom.)

    2) постилать, расстилать
    

(κώεα θρόνοις ἔνι δαιδαλέοισιν Hom.)

    3) валить, укладывать, т.е. убивать
    

(τῶν πολεμίων ἐξακοσίους Her.)

    4) успокаивать, унимать
    

(τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, τέν πόλιν Plut.; κύματα Anth.)

    5) выравнивать, т.е. устранять
    

(ἀνωμαλίαν Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καταστορεννυμι" в других словарях:

  • καταστορέννυμι — (AM) μσν. καταστρώνω, εξαπλώνω αρχ. 1. εκτείνω, απλώνω κάτι από πάνω, καλύπτω, σκεπάζω με κάτι 2. στρώνω κάτι πάνω σε μια επιφάνεια 3. ξαπλώνω καταγής κάποιον, σκοτώνω κάποιον 4. (για θάλασσα) καταπραΰνω, καταπαύω τα κύματα 5. μτφ. καθιστώ κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ακαταστόρεστος — ἀκαταστόρεστος, ον (Μ) [καταστορέννυμι] εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ισοπεδώσει, να καθησυχάσει «ἀκαταστόρεστα κύματα» (Άννα Κομνηνή) …   Dictionary of Greek

  • καταστόρεσις — καταστόρεσις, έσεως, ἡ (Μ) [καταστορέννυμι] η κατάστρωση, το άπλωμα, το στρώσιμο …   Dictionary of Greek

  • καταστόρευσις — καταστόρευσις, εύσεως, ἡ (Μ) υπερνίκηση, απομάκρυνση, παύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταστορέννυμι, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου μεταπλασμένου τ. *καταστορεύω] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταστορέννυμι — Μ ξαπλώνω καταγής μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταστορέννυμι «ξαπλώνω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»